- τετροξείδιο
- το, Νχημ. οξείδιο τού οποίου το μόριο περιέχει τέσσερα άτομα οξυγόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetroxide < τετρ(α)-* + οξ(ε)ίδιο. Η λ., στον λόγιο τ. τετροξείδιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.